ἐπιβάτης

ἐπιβάτης
ἐπι-βάτης, , der Besteiger, gew. der auf dem Schiffe als Seesoldat od. als Reisender (nicht als Matrose) sich befindet. Vom Wagen: der darauf neben dem Wagenlenker steht; Reiter; Lenker der Elephanten; ὄνος, der Beschäler

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιβάτης — one who mounts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβάτης — ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, ο θηλ. ἐπιβάτις) [επιβαίνω] ταξιδιώτης με πλοίο μσν. νεοελλ. αρχιερέας που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («επιβάτης τού θρόνου») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε οποιοδήποτε μεταφορικό… …   Dictionary of Greek

  • επιβάτης — ο θηλ. ισσα και άτρια 1. αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, σιδηρόδρομο, αεροπλάνο ή άλλο μεταφορικό μέσο (χωρίς να ανήκει στο προσωπικό του). 2. (εκκλησ.), αυτός που κατέλαβε βίαια και διατηρεί παράνομα κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιβατῆς — ἐπιβατός that can be climbed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑπιβάτης — ἐπιβάτης , ἐπιβάτης one who mounts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάται — ἐπιβάτης one who mounts masc nom/voc pl ἐπιβάτᾱͅ , ἐπιβάτης one who mounts masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατέων — ἐπιβάτης one who mounts masc gen pl (epic ionic) ἐπιβατέον one must tread masc/neut gen pl ἐπιβατός that can be climbed masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβατῶν — ἐπιβάτης one who mounts masc gen pl ἐπιβατός that can be climbed fem gen pl ἐπιβατός that can be climbed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάταις — ἐπιβάτης one who mounts masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάτην — ἐπιβάτης one who mounts masc acc sg (attic epic ionic) ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd dual (epic) ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβάτου — ἐπιβάτης one who mounts masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”